- παλλακίδιον
- παλλᾰκ-ίδιον, τό, Dim. of παλλακίς, Plu.2.789b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παλλακίδιον — παλλακίδιον, τὸ (Α) [παλλακίς, ίδος] (υποκορ. τού παλλακίς) μικρή, νεαρή παλλακίδα … Dictionary of Greek
παλλακίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλλακιδίου — παλλακίδιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)